Του
Λευτέρη Παπαθανάση από την ΕΛΜΕ Ιωαννίνων
Ανήκω
σε κείνη τη φυλή των οργανωτικά ακάλυπτων κομμουνιστών. Τα τελευταία χρόνια
δραστηριοποιούμαι σχεδόν αποκλειστικά μέσα στη συνδικαλιστική μας παράταξη, που
κι εκείνη με τη σειρά της είναι ένα πολύχρωμο ασκέρι οργανώσεων και αγωνιστών
της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μέσα στην αδυναμία του συνδικαλισμού (ακόμη
και με την ένσταση ότι δεν είναι κάτι ενιαίο) να συσπειρώσει, να εμπνεύσει, να
νικήσει, δεν είναι λίγες οι φορές που καταράστηκα τη σιχαμένη λογική της
ανάθεσης. Αποκαμωμένος και απογοητευμένος από τη μικρή συμμετοχή των συναδέλφων
μου στις υποθέσεις του σωματείου, τα έβαζα συχνά με τη γάγγραινα της ανάθεσης,
επικαλούμενος το γνωστό, μπανάλ μάντρα “αν δεν πλαισιώσετε το σωματείο τότε
αφήνετε τον κυβερνητικό συνδικαλισμό και τη γραφειοκρατία να αλωνίζουν”. Χωρίς
να ισχυρίζομαι ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, και χωρίς να αθωώνω τη
συνδικαλιστική γραφειοκρατία για τις λυσσαλέες προσπάθειές της να
απομαζικοποιήσει και να απονευρώσει τα σωματεία, στο μικρό κείμενο που ακολουθεί
αναρωτιέμαι αν το ανάθεμα στην ανάθεση είναι μια πολιτική στάση χρήσιμη στην
αναγκαία ανασυγκρότηση και αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.
Στη
φετινή, ετεροχρονισμένη, πορεία της “εργατικής πρωτομαγιάς στην πόλη μου
ήμασταν γύρω στους τριακόσιους ανθρώπους, ένας μικρός σχετικά αριθμός. Η
διαφορά με τις πορείες άλλων χρόνων ήταν ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων
εντασσόταν στα μπλοκ της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς, σε μπλοκ
που κυριαρχούσαν οι κόκκινες σημαίες, με αρκετές απ’αυτές να φέρουν και το
σφυροδρέπανο. Δεν χωράει αμφιβολία, εάν κάποιος ξένος συναντούσε την πορεία
αυτή, θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια πορεία τριακοσίων οπαδών
της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Κι όμως. Εάν κάποιος έκλεινε τα μάτια του και
άκουγε μόνο τα συνθήματα, τότε θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα
μεγάλο μπλοκ της ΓΣΕΕ ή της ΑΔΕΔΥ. Συντηρητικά συνθήματα, στην πλειοψηφία τους
αυστηρά συνδικαλιστικά, με τα λίγα που ξέφευγαν να αφορούν στους πρόσφυγες ή σε
μια αόριστη καταδίκη του Ιμπεριαλισμού. Με λίγα λόγια, είχες μια μικρή
διαδήλωση κομμουνιστών που παρίστανε το μαζικό κίνημα (το ίδιο και χειρότερο
γινόταν λίγα τετράγωνα πιο πέρα, στη διαδήλωση του ΠΑΜΕ, με τη διαφορά ότι εκεί
οι περισσότερες σημαίες ήταν άσπρες και έγραφαν “ΠΑΜΕ”). Το μαζικό κίνημα ήταν
λοιπόν έτοιμο, στημένο, το είχαν στήσει οι κομμουνιστές, και απλά περίμενε
(περιμένει) τις μάζες να το… μαζικοποιήσουν.
Το
“όνειρο” ενός κομμουνιστή που μάχεται στο σωματείο του ενάντια σε λογικές
ανάθεσης είναι η ολόψυχη συμμετοχή των συναδέλφων του στη ζωή του σωματείου. Η
παρουσία τους και η ουσιαστική συμβολή τους στην επεξεργασία θέσεων στις
γενικές συνελεύσεις, ο διαρκής έλεγχος των εκλεγμένων εκπροσώπων, η στήριξη των
αποφάσεων και η συντεταγμένη, μαζική δράση σύμφωνα μ’ αυτές, όλα αυτά μαζί θα
ήταν ο θάνατος της ανάθεσης, ένα σωματείο πρότυπο εργατικής δημοκρατίας. Εδώ
ακριβώς θα πρέπει να κάνουμε μια στάση, και να αναρωτηθούμε αν αυτός ο πόθος είναι
έγκυρος, πολύ περισσότερο αν δικαιούμαστε να προβάλλουμε αυτόν μας τον πόθο σαν
μέτρο της υγείας στην πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας. Τελικά,
οφείλουμε να αναρωτηθούμε μήπως αυτή η σύγχυση μεταφέρεται και στα καθήκοντα
που βάζουμε στους εαυτούς μας, και καταλήγουμε να κυνηγάμε την άκρη του
ουράνιου τόξου και στη συνεχή απογοήτευση.
Τα
σωματεία δεν υπάρχουν για να φέρουν τον Κομμουνισμό. Τα σωματεία είναι μέρος
του κύκλου της μισθωτής εργασίας. Οι άνθρωποι εντάσσονται σ’ αυτά για να
διαπραγματευτούν με το αφεντικό τους όρους της εργασίας τους. Για να το κάνουν
αυτό πρέπει να έχουν ένα σωματείο που το αφεντικό αποδέχεται και να μιλούν για
λογαριασμό τους συνάδελφοι με την ειδική ικανότητα να είναι αμφίπλευρα
αξιόπιστοι (όσο είναι αυτό δυνατό): να μεταφέρουν τις ανάγκες και τα αιτήματα
των συναδέλφων τους προς το αφεντικό, άλλα “σε λογικά πλαίσια” ώστε εκείνο να
μην απορρίπτει τη διαπραγμάτευση μαζί τους. Αυτή είναι η “κανονικότητα” ενός
σωματείου. Είναι ένας αστικός θεσμός, προορισμένος για ένα αστικό καθήκον.
Λογικό είναι ότι γεννά και αναπαράγει αστική νοοτροπία. Οι συνάδελφοι εκλέγουν
και αποσύρονται, ώστε να μην είναι και πολύ ορατοί στους επιστάτες και το
αφεντικό, κοιτούν “τη δουλειά τους” αποφεύγοντας τα μπλεξίματα. Ο συνδικαλιστής
που εκλέγουν κάνει τις επαφές με τη διοίκηση για λογαριασμό τους και σιγά-σιγά
οι υποθέσεις τους αφήνονται στις ικανότητές του, στον τρόπο που διαχειρίζεται
τις σχέσεις του με τους από πάνω. Τελικά, ο συνδικαλιστής αυτονομείται,
λογοδοτεί μόνο αόριστα στη βάση που τον εξέλεξε, την οποία φτάνει να
αντιμετωπίζει σαν δεξαμενή ψηφοφόρων, που περιστασιακά επιβραβεύεται με κάποια
αποκλειστική πληροφορία ή μια εξυπηρετησούλα. Γνωρίζω πως αυτή η περιγραφή
ακούγεται ισοπεδωτική και άδικη τόσο προς την εσωτερική ζωή κάποιων σωματείων
όσο και προς τον κόπο ορισμένων αγωνιστών συνδικαλιστών, όμως αυτή είναι η
βασική εικόνα και όλα τα υπόλοιπα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν εξαιρέσεις.
Χρήσιμος και ρεαλιστικός συνδικαλισμός θεωρείται εκείνος που, χωρίς να
πολυανακατεύει τους συναδέλφους, διαχειρίζεται τις υποθέσεις τους. Οποιαδήποτε
άλλη προσέγγιση συναντά τις περισσότερες φορές την άρνηση και την απροθυμία των
ίδιων των συναδέλφων. Στις περιπτώσεις δε που κάποιος επιχειρεί να αποκαλύψει
τη σύνδεση ενός επιχειρησιακού ή κλαδικού αιτήματος με ένα γενικότερο πολιτικό
σχέδιο ή αγώνα, εκεί τρώει σίγουρα τα μούτρα του, μιας και “εμείς έχουμε τα
προβλήματά μας τώρα να λύσουμε όπως μπορούμε”.
Η
ζωή του σωματείου, λοιπόν, δημιουργεί αστική και όχι κομμουνιστική νοοτροπία, η
ζωή του σωματείου είναι δομημένη πάνω στις